- κατωμιστής
- κατωμιστής, ὁ (Α)ίππος που ρίχνει από τη ράχη του τον αναβάτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὠμ-ιστής «μεταφορέας» (< ὠμίζομαι «μεταφέρω στους ώμους»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατωμιστής — throwing the rider over the shoulders masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)